- επιλόχειος
- Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η λοίμωξη συχνά οφείλεται στον στρεπτόκοκκο. Η μόλυνση δημιουργεί φλεγμονές εντοπισμένες ή σηψαιμία και μπορεί να καταλήξει σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια ή και θάνατο. Ο ε. στα παλαιότερα χρόνια ήταν αρκετά συχνή περίπτωση, με την πρόοδο όμως της αντισηψίας και την εμφάνιση των αντιβιοτικών δεν ανήκει πλέον στους απειλητικούς κινδύνους της λοχείας. Αντιμετωπίζεται φαρμακευτικά και σπάνια χειρουργικά.
* * *-οαυτός που εμφανίζεται ή γίνεται κατά τη λοχεία, τις πρώτες μέρες μετά τον τοκετό («επιλόχειος πυρετός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λοχείος (< λόχ-ος «τοκετός» (λέχ-ος), με αναβιβασμό τού τόνου στο σύνθετο (πρβλ. βακχείος / αντιβάκχειος)].
Dictionary of Greek. 2013.